μεταξόνιο

μεταξόνιο
το
1. αρχιτ. η απόσταση ανάμεσα στους άξονες δύο κιόνων κτηριακού συγκροτήματος
2. τεχνολ. η απόσταση ανάμεσα σε δύο παράλληλους άξονες, κινητήριους ή μη, που ανήκουν στο ίδιο μηχανικό σύνολο, όπως αυτοκίνητο, δίκυκλο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + αξόνιο (< άξονας). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Β. Λεονάρδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεωφορείο — Όχημα μεγάλου μεγέθους για μαζική μεταφορά επιβατών σε συγκεκριμένες διαδρομές. Το πρώτο λ. ήταν πιθανότατα μία ιππήλατη άμαξα που πραγματοποιούσε διαδρομές στο Παρίσι (1662). Πέρασαν περίπου δύο αιώνες μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο αυτοκινούμενο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”