- μεταξόνιο
- το1. αρχιτ. η απόσταση ανάμεσα στους άξονες δύο κιόνων κτηριακού συγκροτήματος2. τεχνολ. η απόσταση ανάμεσα σε δύο παράλληλους άξονες, κινητήριους ή μη, που ανήκουν στο ίδιο μηχανικό σύνολο, όπως αυτοκίνητο, δίκυκλο κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + αξόνιο (< άξονας). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Β. Λεονάρδο].
Dictionary of Greek. 2013.